- ταραξίας
- ο, ΝΜΑάτομο που προκαλεί αναστάτωση, αναταραχή, ο ταραχοποιόςνεοελλ.συνεκδ. άτομο που κάνει αταξίες, φασαρίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τάραξις + επίθημα -ίας (πρβλ. έγκληματ-ίας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταραξίας — ταραξίᾱς , ταραξίας masc acc pl ταραξίᾱς , ταραξίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραξίας — ο ταραχοποιός, ανακατωσούρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταραξίου — ταραξίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Sifu VERSUS — Infobox musical artist 2 Name = Sifu VERSUS Background = solo singer Alias = Bobby Dega Birth name = Nikolaos Domvros Born = Birth date and age|1980|1|29 Origin = flagicon|Greece Thessaloniki, Greece Genre = Hip hop Years active = 1996–present… … Wikipedia
мѧтежьникъ — МѦТЕЖЬНИК|Ъ (8*), А с. Мятежник, бунтовщик: обавникъ мѧтежникъ. чародѣi скомрахъ. КР 1284, 51а; изгна же ѿ Антиохи˫а ˫ако сѹпротивникъ и мѧтежникъ (ταραξίας) ГА XIII–XIV, 197г; Никтоже ѹбо прочее ѿ насъ бу(д) безбоженъ. никтоже буди мѧтежникъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανάπτης — ἀνάπτης, ο (Α) αυτός που παροτρύνει για επανάσταση, ο ταραξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπτω. ΣΥΝΘ. νεοελλ. κανδηλανάπτης] … Dictionary of Greek
αναδευτής — ο (θηλ. εύτρια και εύτρα) [αναδεύω] 1. αυτός που αναδεύει, που ανακατεύει 2. αυτός που διαταράσσει την ησυχία με ραδιουργίες, ραδιούργος, ταραξίας … Dictionary of Greek
διαταράκτης — ο αυτός που διαταράσσει την τάξη, ο ταραξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
εμποδοστάτης — ἐμποδοστάτης, ο (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή παρεμβάλλεται μέσα στα πόδια άλλου, που αποτελεί εμπόδιο 2. θορυβοποιός, ταραξίας … Dictionary of Greek
ζιζάνιο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. * * * το (AM ζιζάνιον, Μ και ζιζάνιν και ζιζάνι) άγριο και άχρηστο φυτό που φυτρώνει ανάμεσα σε χρήσιμα φυτά και… … Dictionary of Greek